φρενόληπτος

φρενόληπτος
-η, -ο / φρενόληπτος, -ον, ΝΜΑ
φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό-ληπτος, φοιβό-ληπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρενόληπτος — possessed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενόληπτοι — φρενόληπτος possessed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρενοληπτούμαι — έομαι, Α [φρενόληπτος] είμαι φρενόληπτος, φρενοβλαβῶ* …   Dictionary of Greek

  • φρενοληψία — η, Ν φρενοβλάβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενόληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”